- τριβολοειδῶς
- τρῐβολοειδῶς, Adv.A like a
τρίβολος 111
, τ. ἐσχηματισμένη, i. e. triangular in cross-section, of the collar-bone, Ruf.Oss.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίβολος 111
, τ. ἐσχηματισμένη, i. e. triangular in cross-section, of the collar-bone, Ruf.Oss.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριβολοειδῶς — like a indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβολοειδώς — Α επίρρ. όπως ο τρίβολος, δηλ. το σίδερο που ριχνόταν σε μέρη από όπου θα περνούσε εχθρικός στρατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *τριβολοειδής (< τρίβολος + ειδής*) + επιρρμ. κατάλ. ῶς] … Dictionary of Greek